- περικρατῇ
- περικρατέωhave full command ofpres subj mp 2nd sgπερικρατέωhave full command ofpres ind mp 2nd sgπερικρατέωhave full command ofpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικρατῆ — περικρατής grasping neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περικρατής grasping masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περικρατής grasping masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικρατής — ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῑς γαμφηλαί», Σιμμ.) 2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος. επίρρ... περικρατῶς Α με περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek